προπάτωρ

προπάτωρ
-ορος, ο, ΝΜΑ, και προπάτορας Ν
1. ο πρώτος πατέρας γένους, ο γενάρχης
(α. «στη γη όπου έζησαν οι προπάτορές μας» β. «ὦ Ζεῡ, προγόνων προπάτωρ», Σοφ.)
2. πληθ. οι προπάτορες
α) οι πατριάρχες τής Παλαιάς Διαθήκης Αβραάμ, Ισαάκ, Ιακώβ
β) (γενικά) οι πρόγονοι
νεοελλ.-μσν.
φρ. «Κυριακή τών Προπατόρων» — η Κυριακή πριν από τα Χριστούγεννα
μσν.
ο παππούς
μσν.-αρχ.
ο πρώτος ή ο αρχικός δημιουργός σε τέχνη, επιστήμη, σειρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + -πάτωρ (< πατήρ), πρβλ. α-πάτωρ, μονο-πάτωρ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • προπάτωρ — first founder of a family masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προπατόρων — προπάτωρ first founder of a family masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προπάτορ — προπάτωρ first founder of a family masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προπάτορα — προπάτωρ first founder of a family masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προπάτορας — προπάτωρ first founder of a family masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προπάτορες — προπάτωρ first founder of a family masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προπάτορι — προπάτωρ first founder of a family masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προπάτορος — προπάτωρ first founder of a family masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προπάτορσι — προπάτωρ first founder of a family masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προπάτορσιν — προπάτωρ first founder of a family masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”